- θωμισμός
- Φιλοσοφικό-θεολογική διδασκαλία, που στηρίζεται στο έργο του Θωμά του Ακινάτη. Άσκησε, από τις αρχές του 14ου αι., ευρύτατη επίδραση στην καθολική σκέψη. Ορισμένες θεμελιώδεις ιδέες που αναπτύσσονται στο έργο του Ακινάτη (βλ. λ.) –η θεωρία της ενότητας της ουσιώδους μορφής, η θεωρία της αρχής της ταύτισης, η ερμηνεία της σχέσης μεταξύ νόησης και βούλησης– υπήρξαν αντικείμενο βίαιων επιθέσεων, βρήκαν όμως συγχρόνως σθεναρή υποστήριξη από τους πολυάριθμους οπαδούς των αρχών του. Αργότερα, η βραδεία εξασθένηση της σχολαστικής φιλοσοφίας και η παρακμή του αριστοτελισμού, οδήγησαν και στην παρακμή του θ.
* * *ὁ1. η θεολογική και φιλοσοφική διδασκαλία τού Θωμά τού Ακινάτη2. το να δέχεται και να ακολουθεί κανείς τη διδασκαλία αυτή.[ΕΤΥΜΟΛ. < κύριο όν. Θωμάς(πρβλ. αγγλ. thomism)].
Dictionary of Greek. 2013.